Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηλιόρα — η και μηλιόρι το βλ. μιλιόρα … Dictionary of Greek
μιλιόρα — και μηλιόρα, η, και μιλιόρι και μηλιόρι, το θηλυκό πρόβατο ηλικίας ενός έτους ή πρώτης εγκυμοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. ml or] … Dictionary of Greek